- καλομεταχειρίζομαι
- 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με καλοσύνη και συμπάθεια, τόν περιποιούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλομεταχειρίζομαι — καλομεταχειρίστηκα, καλομεταχειρισμένος, συμπεριφέρομαι καλά: Καλομεταχειρίζομαι τους υπαλλήλους μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλομεταχείριση — η [καλομεταχειρίζομαι] 1. καλή ευνοϊκή, προσηνής συμπεριφορά 2. (για πράγματα) προσεκτική χρήση, επιμελημένη μεταχείριση … Dictionary of Greek
καλομεταχείρισμα — το [καλομεταχειρίζομαι] καλομεταχείριση* … Dictionary of Greek
καλομιλώ — άω 1. μιλώ καλά, με ευχέρεια, στην εντέλεια μια ξένη γλώσσα 2. γλυκομιλώ σε κάποιον, τόν καλομεταχειρίζομαι, τού συμπεριφέρομαι με φιλοφροσύνη … Dictionary of Greek